Σε μια πρωτόγνωρη ακόμη και σήμερα συνάντηση του ατομικού με το κοινωνικό, η ταινία που ελευθέρωσε το ωστικό κύμα του νεορεαλισμού ως ιδέα στην τέχνη του κινηματογράφου είναι από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της λεπτό ένας συγκλονιστικός διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο και τη μοίρα του. Παρεμβάλλονται εξομολογήσεις σε ιερείς, προσευχές σε Θεούς και ανθρώπους, σημειώματα που κρύβουν βαρυσήμαντα μηνύματα, ψίθυροι για σχέδια που άλλοτε πραγματοποιούνται και άλλοτε πέφτουν στο κενό, τσακωμοί οικογενειακοί, συζυγικοί, κατάρες και αναθέματα, ακόμη και ουρλιαχτά από βασανιστήρια, αλλά ο διάλογος δεν σταμάτα ποτέ. Μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια, σε έναν κόσμο που σταμάτησε με τον πιο βίαιο τρόπο να αγαπά, να ελπίζει και να επιβιώνει, μήπως και μπορέσει να επικρατήσει ό,τι έχει απομείνει από τον άνθρωπο.

Γυρισμένη στις αρχές του 1945, λίγους μόνο μήνες μετά την αποχώρηση των Ναζί από την Ιταλία τον Ιούνιο του 1944, η «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» υπήρξε από μόνη της η πρώτη σπουδαία πράξη, περισσότερο από αντίστασης, απόπειρας επούλωσης ενός τραύματος που ανοιχτό, περισσότερο ακόμη και σήμερα από ποτέ, θα όριζε όλη τη σύγχρονη Ιστορία της Ευρώπης. Η γέννηση της μέσα από τα συντρίμμια μιας χώρας (ούτε αστείο για κινηματογραφία ή στούντιο - οι εγκαταστάσεις που είχαν μείνει όρθιες στην Τσινετσιτά χρησίμευαν ως νοσοκομεία, τα αποθέματα του φιλμ ήταν ελάχιστα και οι συνθήκες παραγωγής ανύπαρκτες…), υπήρξε ανάγκη, αιτία και σκοπός μαζί της ύπαρξης της και την ίδια στιγμή η μήτρα μιας νέας μορφής αφήγησης, αφού θα ήταν στυγνή υποκρισία αν κάποιος συνέχιζε να πιστεύει πως οι ιστορίες μπορούσαν πλέον να λέγονται αγνοώντας την «αλήθεια» εκεί έξω.

Εκτός από τη χρήση ερασιτεχνών ηθοποιών (με εξαίρεση την Ανά Μανιάνι και τον Αλντο Φαμπρίτσι, εδώ πρώτη φορά σε δραματικούς ρόλους), ο Ρομπέρτο Ροσελίνι περιηγήθηκε σε πραγματικά locations μέσα στη Ρώμη, στρέφοντας το βλέμμα σε μια πόλη που σε στιγμές - τι ειρωνικό - θυμίζει ένα σκηνικό μέσα στο οποιό παίζεται μια παράσταση εμπνευσμένη από πραγματικές ιστορίες που ακόμη δεν είχαν προλάβει να γίνουν αστικοί μύθοι. Ιστορίες που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα για αντιστασιακούς που το έσκασαν ένα βράδυ πάνω από τις στέγες της πόλης, για ιερείς που μετέφεραν με κίνδυνο της ζωής τους βιβλία με σελίδες - λιρέτες, για κορίτσια που έδιναν κρατικά μυστικά για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή, για παιδιά που έκρυβαν πυρομαχικά στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου, για αφανείς ήρωες ενός πολέμου που δεν θα παρασημοφορηθούν ποτέ, αν δεν έχουν ήδη ξεχαστεί. Ιστορίες για μια γυναίκα που διακινδύνεψε τη ζωή της για να βοηθήσει την αντίσταση και σκοτώθηκε από τους φασίστες στη μέση του δρόμου, παραμονή του γάμου της, έγκυος για δεύτερη φορά στη ζωή της - σε μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές που γυρίστηκαν ποτέ στην (όποια) Ιστορία του σινεμά.

Ο νεορεαλισμός του Ρομπέρτο Ροσελίνι, ακριβώς πάνω στη γέννηση του - αναφοράς χρήζει φυσικά το «Ossesione» του Λουκίνο Βισκόντι εν μέσω Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, κυρίως για το έναυσμα που μετέδωσε - νιώθεις να σχηματοποιείται καθώς τα λεπτά περνούν και αντιλαμβάνεσαι πως η «αλήθεια» στην κατασκευή αυτής της ταινίας είναι μόνο η μία πλευρά της αισθητικής της επανάστασης. Η πραγματική της τομή βρίσκεται όχι στις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί, αλλά στο οικοδόμημα που χτίζει σκηνή με τη σκηνή, δίνοντας φωνή (και κραυγή) στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας με σκοπό να επαναφέρει την τάξη που διατάραξε ανεπανόρθωτα η φρίκη του πολέμου. Οπου τάξη ας συμπληρώσει κανείς ό,τι πιστεύει ότι μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να ξεχάσει τον πόλεμο και κυρίως αυτό το αίσθημα του φόβου που όλοι οι ήρωες αυτής της ιστορίας διαπραγματεύονται, χωρίς ποτέ να μπορούν να παραδεχτούν ότι δεν φοβούνται ή ότι μπορούν να ζητήσουν κάτι περισσότερο από την τρωτή ανθρώπινη φύση.

Στη βάση του ένα κλασικό μελόδραμα (με το σενάριο να συνυπογράφει και ο Φεντερίκο Φελίνι), το «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» ξαναλέει την ιστορία (του πολέμου, του σινεμά…) από την αρχή, με τρόπους που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί μέχρι τότε. Το «νέο» στον -ρεαλισμό του είναι ακριβώς αυτή η γέφυρα: η τόλμη της ένωσης του ανθρώπινου με το θείο (εδώ και σε κοσμική ένωση του κομμουνισμού με τον καθολικισμό), η έννοια της συμπερίληψης όλων των παιχτών ενός από τη φύση του άδικου παιχνιδιού, η αδιαπραγμάτευτα κατά μέτωπο επίθεση στο φασισμό και μαζί η βαθιά καλλιτεχνική άρνηση (άρα, παραδοχή;) να είναι αυτή μια ταινία που θα ανεβάσει το ηθικό μιας ολόκληρης χώρας όχι με τον τρόπο που ίσως περίμεναν όλοι από τη πιο λαϊκή τέχνη: αυτή του σινεμά.

Ο Ροσελίνι εξυψώνει τον άνθρωπο χωρίς να αρνείται όμως την απελπισία, την κατάρρευση, τη βαθιά μελαγχολία, την κραυγή που δεν ακούγεται παρά μόνο την ώρα του θανάτου. Και ο νεορεαλισμός του γεννά μια πολιτική πράξη στη μορφή μιας ταινίας για να μιλήσει για τον ηρωισμό που κρύβεται μέσα σε όλους (ανατριχιαστική ή αναφορά του για την εποχή σε μια υπέροχη σκηνή με παιδιά στον ηρωισμό των γυναικών), εμπνέοντας μια ολόκληρη χώρα που μόλις έπρεπε να σταθεί στα πόδια της με το συνταρακτικό «ο Θεός δείχνει έλεος, αλλά έχει πολλά που πρέπει να μας συγχωρέσει».

Λίγο αργότερα, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι θα ολοκλήρωνε την τριλογία του πολέμου στέλνοντας τον νεορεαλισμό στην αιωνιότητα - με το «Paisan» του 1946 και το «Γερμανία Ωρα Μηδέν» το 1948, μια ακόμη πιο συνταρακτική απεικόνιση της ολοκληρωτικά αποκαρδιωτικής αποκτήνωσης του πολέμου. Αφού πριν όμως η «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη» θα συναντούσε την αμηχανία των Ιταλών που δεν ήθελαν να «θυμηθούν» όσα νωπά ακόμη είχαν ζήσει μήνες πριν, την απαγόρευση και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και την πρώτη επική σελίδα σε μια επανάσταση που - ευτυχώς - υπήρξε τόσο δυνατή ώστε να τη νιώθεις ακόμη και σήμερα να ταρακουνά - αισθητικά, ηθικά και κυρίως πολιτικά - την αδυναμία ζωής και Τέχνης να κάνει τον άνθρωπο… καλύτερο άνθρωπο.